ναυλώνω

ναυλώνω
ναύλωσα, ναυλώθηκα, ναυλωμένος
1. για ιδιοκτήτη πλοίου, παραχωρώ τη χρήση πλοίου με πληρωμή, εκμισθώνω πλοίο.
2. για ναυλωτές, παίρνω πλοίο, μισθώνω πλοίο με ναύλο: Ναυλώσαμε ένα πλοίο για κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυλώνω — ναυλώνω, ναύλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ναυλώνω — και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, όω, Μ και ναυλώνω) [ναύλον] 1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῡντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • ναύλωμα — το (Α ναύλωμα) [ναυλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ναυλώνω, η ναύλωση 2. το συμφωνητικό ναύλωσης πλοίου …   Dictionary of Greek

  • μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ναυλωτήριο — το το ναυλοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • ναυλωτής — ο θηλ. ναυλώτρια φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με ιδιοκτήτη πλοίου για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • ναυλώσιμος — ναυλώσιμος, ον (Α) [ναυλώνω] (για πλοίο και για υποζύγιο) αυτός που προορίζεται για ναύλωση ή αυτός που μπορεί να ναυλωθεί …   Dictionary of Greek

  • ναύλωση — η έγγραφη σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει στον άλλο το πλοίο του για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου και συμφωνείται το ανάλογο χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ναύλωσις,… …   Dictionary of Greek

  • ναύλωση — η η πράξη του ναυλώνω, εκμίσθωση ή μίσθωση πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”